- ερίμυκος
- ἐρίμυκος, -ον (Α)(ποιητ. τ.) αυτός που μουγκρίζει δυνατά («βοῶν ύπό πόσσ’ ἐριμύκων», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -μυκος (< μυκώμαι «μουγκρίζω»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐρίμυκος — ἐρίμῡκος , ἐρίμυκος loud bellowing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρίμυκον — ἐρίμῡκον , ἐρίμυκος loud bellowing masc/fem acc sg ἐρίμῡκον , ἐρίμυκος loud bellowing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερι- — (I) ἐρι (Α) αχώριστο μόριο (όπως το αρι ) που επιτείνει την έννοια τών λέξεων στις οποίες προστίθεται ως α’ συνθετικό (π.χ. α. εριαυγής πάρα πολύ λαμπρός, φωτεινότατος β. ερίτιμος πολύτιμος, εντιμότατος γ. εριβρεμέτης* αυτός που βροντάει ισχυρά,… … Dictionary of Greek
εριμύκης — ἐριμύκης, ὁ (Α) βλ. ερίμυκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + μύκης (< μυκώμαι «μουγκρίζω»)] … Dictionary of Greek
ἐριμύκους — ἐριμύ̱κους , ἐρίμυκος loud bellowing masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριμύκων — ἐριμύ̱κων , ἐρίμυκος loud bellowing masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)